χωματίζω

χωματίζω
V 0-1-0-0-0=1 Jos 11,13
to embank or fortify with earthen mounds or dykes [τι]; neol.?

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χωματίζω — ΝΑ [χῶμα, χώματος] συσσωρεύω χώμα, επιχωματώνω αρχ. περιβάλλω και προστατεύω με προχώματα …   Dictionary of Greek

  • ἐχωμάτιζον — χωματίζω fortify with mounds imperf ind act 3rd pl χωματίζω fortify with mounds imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωματισμός — ο, ΝΑ [χωματίζω] η ενέργεια τού χωματίζω νεοελλ. συν. στον πληθ. οι χωματισμοί η εκτέλεση και το σύνολο τών εργασιών εκσκαφής, αναμόχλευσης, μετατόπισης και συσσώρευσης χωμάτων εν όψει τής κατασκευής ενός τεχνικού έργου, αλλ. χωματουργία αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • κεχωματισμένας — κεχωματισμένᾱς , χωματίζω fortify with mounds perf part mp fem acc pl κεχωματισμένᾱς , χωματίζω fortify with mounds perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχωματίζω — Α περιβάλλω, προστατεύω αγρό με περίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χωματίζω (< χῶμα, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • ἐγχωμάτισον — ἐν χωματίζω fortify with mounds aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”